μηχανάριος

μηχανάριος
μηχᾰν-άριος, ,
A engineer, esp. for irrigation machines, BGU325.7 (iii A. D.):—written [suff] μηχᾰν-άρις, Sammelb.5124.147 (ii A. D.); [full] μηκαν<άρ>ιος, ib.6915.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηχανάριος — και μηχανάρις και μηκαν <άρ> ιος, ὁ (Α) μηχανικός, ιδίως για κατασκευή ή επιστασία αρδευτικών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. άριος (πρβλ. μαγγαν άριος)] …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”